ξυλέμπορος

ξυλέμπορος
ο
αυτός που κάνει εμπόριο ξυλείας ή ξύλων, αλλ. ξυλάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυλέμπορος — ο (Α ξυλέμπορος) έμπορος ξυλείας νεοελλ. εντομολ. γένος εντόμων τής τάξης κολεόπτερα …   Dictionary of Greek

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • κερεστετζής — ο [κερεστές] ο έμπορος τού κερεστέ, ξυλέμπορος …   Dictionary of Greek

  • ξυλάς — ο [ξύλο] 1. πωλητής ξυλείας, ο ξυλέμπορος 2. πωλητής καύσιμης ξυλείας …   Dictionary of Greek

  • ξυλικάριος — ξυλικάριος, ὁ (Α) [ξυλικός] ξυλέμπορος ή, κατ άλλη ερμηνεία, εργάτης εργοστασίου κατεργασίας ξύλων …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ξυλάς — ο αυτός που πουλάει ξύλα ή ξυλεία, ο ξυλέμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”